- μάντεμα
- τομαντεία, χρησμός, προφητεία: Μας έμαθε μαντέματα και ανέκδοτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλευρομαντείον — ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις] το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία … Dictionary of Greek
μάντευμα — και μάντεμα, το (AM μάντευμα) [μαντεύω] η απάντηση τού μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) … Dictionary of Greek
παραμάντεμα — το αίνιγμα, γρίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάντεμα (< μαντεύω)] … Dictionary of Greek
ονειρομαντεία — ονειρομαντεία, η και ονειρομαντική, η μάντεμα του μέλλοντος με την ερμηνεία, την εξήγηση των ονείρων, αλλ. ονειροκριτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμάντεμα — το, ατος μάντεμα, προφητεία, προαίσθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωροσκοπία — η το μάντεμα αυτών που πρόκειται να συμβούν με την παρατήρηση της θέσης των πλανητών στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωροσκόπιο — το διάγραμμα της θέσης των πλανητών στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου για το μάντεμα αυτών που πρόκειται να του συμβούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)